Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

三峡好人

Η κινέζικη αφήγηση όταν θέλει να είναι μοντέρνα ή μοντερνίζουσα, ασχολείται με την αναζήτηση ανθρώπων ή τόπων σε μέρη που βρίσκονται σχετικά μακριά από την κεντρική κρατική διοίκηση. Δεν πήγε πολύς καιρός από την τεράστια επιτυχία του βουνού της ψυχής, βραβευμένου με Νόμπελ, κι ήρθε μια ταινία που βραβεύτηκε με χρυσό λιοντάρι Βενετίας το 2006, από την ίδια χώρα, με μιαν αναζήτηση κάπου κοντά στις ίδιες περιοχές που ο ήρωας του Γκάο Ξινγκγιάν αναζητά τον έρωτα, την ψυχή, το παρελθόν, το μέλλον, τη ζωή. Εδώ, όμως, η αφήγηση, δεν έχει να κάνει με μοναχικούς καβαλάρηδες, αλλά με χαμένους συντρόφους. Η όλη ταινία πραγματεύεται την αγωνία της χαμένης συντροφικότητας. Η Φύση στέκεται γιγαντιαία μπρος στον Άνθρωπο. Η Φύση ασκεί σε κάθε Κινέζο λόγιο μια μαγνητική έλξη που εκφράζεται κυρίως μέσω των τοπίων του Νότου, από την Sechuan προς το Θιβέτ. Οι ήρωες βρίσκουν πρόχειρο κατάλυμα, τρώνε πρόχειρο φαγητό, δεν μαλώνουν με τους ντόπιους επί των τιμών, στο βλέμμα στους βρίσκεται ο στόχος, και τα υπόλοιπα διαδικαστικά έρχονται πρόχειρα. Είναι δύσκολο να γίνει μια κινέζικη ταινία, η οποία να συγκινήσει τα δικά μας φεστιβάλ, και να ξεσηκώσει την δική μας Κριτική, κρατώντας τις εικόνες και την αισθητική της κινέζικης πραγματικότητας. Χωρίς υποκριτικούς κώδικες της Δύσης. Οι Κινέζοι σκηνοθέτες αγωνιωδώς διδάσκουν στις λόγιες ταινίες τους, τους ηθοποιούς να συμπεριφερθούν με κουλ παίξιμο, και μ’ αυτό κερδίζουν βραβεία και –σίγουρα- κάνουν καλές ως αριστουργηματικές ταινίες, αλλά, κάτι λείπει. Δεν λείπει, σίγουρα, η κάμερα, η οποία σοβαρότατα και βαθυστόχαστα καταγράφει τοπία, εικόνες, και μια καθημερινότητα που έλκει τον σινεφίλ. Το να βρεις ηθοποιούς; Διάολε, μιλάμε για Κίνα. Εδώ ζητιέται κάτι άλλο. Να επιβληθεί ο γίγας με τις δικές του παραδοσιακές δυνάμεις και όχι αντιγράφοντας τους «δικούς» μας κώδικες. Αλλά, ας έρθουμε στην ταινία. Η Φύση συνδέει τις μοίρες των χαρακτήρων. Κάτι όχι καινούριο, μάλλον, ο λόγος για τον οποίον ο νομπελίστας Ξινγκγιάν κατέκτησε τις καρδιές μας. Το μόνο που μένει για να γίνει η ταινία καλή, είναι η πολιτική κριτική. Ο «κομουνισμός» στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι μια κατάσταση τόσο αναρχική, όσο κανείς δεν φαντάζεται. Μπορείς να καταγράψεις ανθρώπους να διεκδικούν τα λεφτά τους –όπως η ταινία το κάνει- και να μιλάς για κάτι φυσικό, χωρίς το μέσο της απεργίας, μόνο με το επιχείρημα της ανθρωπιάς. Οι δύο άνθρωποι της ταινίας ψάχνουν τους χαμένους τους συζύγους. Η υπόθεση παίζει ελάχιστο ρόλο, η ταινία φλερτάρει με τη δυτική αισθητική παρουσιάζοντας μια κριτική κινηματογράφιση της Κίνας του 2000 και βάλε. Διδακτισμός, φεμινιστικοί τόνοι, αναζήτηση, και πάλι αναζήτηση. Χωρίς αμφιβολία, μια πολύ ωραία ταινία. Ένα λαϊκό Παρίσι-Τέξας στην Νότια Κίνα. Οι διάλογοι διεξάγονται με τον σκληρό τρόπο που απαιτεί κάθε σοβαρή παραστατική Τέχνη. Η κάμερα είναι «ξαδέρφη» του μακαρίτη Αγγελόπουλου, η φωτογραφία, για βραβείο. 
Ψήγματα παραστατικής λαϊκής δουλειάς βρίσκονται στην «αρχή» της ταινίας, δείγμα της διάθεσης του δημιουργού να ακολουθήσει τα βήματα του Βουνού Της Ψυχής. Το ποτάμι καταγράφεται στα πιο καθαρά του νερά. Ο σκηνοθέτης βρήκε τα πιο γάργαρα νερά του Γιανγκτσέ προκειμένου ν’ ασκήσει μια περίτεχνη πολιτική κριτική στο οικονομικό θαύμα της Κίνας. Απορεί κανείς γιατί όλες οι ταινίες, σχεδόν, που βραβεύονται στη Δύση, ασκούν μια «οικολογική» κριτική στην κινέζικη ανάπτυξη. Μόνο αυτό έχει να δώσει η Κίνα; Ό,τι αισθητικό δίδαγμα έχουμε να λάβουμε είναι πάντοτε μια αντικαθεστωτική παραπονιάρικη σκηνοθετική, ή συγγραφική, άποψη; Γιατί επιβάλουμε στους Κινέζους να δημιουργήσουν φιλμ που να κολακεύουν την αισθητική μας και ταυτόχρονα, να κριτικάρουν αυτό που θεωρούμε κακό καθεστώς, ενώ, ως χώρα, έχει να μας δώσει τεράστιες ιδέες και παραστατικές απόψεις; Οι Κινέζοι ηθοποιοί έμαθαν μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα, να παίζουν μιλώντας. Κι αυτό ήρθε από φοιτητές που είχαν σπουδάσει στην  Ιαπωνία. Στο Σινεμά φαίνεται να μαθαίνουν πολύ σωστά τους κώδικες της σιωπής. Ο Έλληνας Αγγελόπουλος ήταν διδάξας σε ιστορίες προσωπικής αναζήτησης με σιωπές, και με το τοπίο να καθορίζει μοίρες ανθρώπων και λαών. Σίγουρα δεν μπορεί να ήταν ο πρώτος, πήρε μιαν αρχαϊκή συνταγή και τη φωτογράφισε. Κι εδώ πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στους Κινέζους κινηματογραφιστές που, μέσα στο οικονομικό θαύμα φωτογραφίζουν μελαγχολικά τοπία και ντεκόρ, και θέτουν τους ηθοποιούς τους να ψάχνουν σαν φιγούρες και όχι σαν παλιάτσοι της δραματουργίας. Ας κρατήσουμε από αυτήν την ταινία, κι από άλλες, και από τον αείμνηστο Αγγελόπουλο, τους ανθρώπους, που στέκονται σαν αγάλματα, αναζητώντας, ενώ το τοπίο τους «καταπίνει». Βλέποντας το φιλμ αυτό χρειάζεσαι συγκέντρωση, κι αυτό είναι προς τιμήν του δημιουργού. Κάθε σκηνή χρειάζεται νέα ανάσα, οι ήρωες σε αφήνουν άναυδο, η δε σκηνή όπου ο σύζυγος που αναζητά τη χαμένη γυναίκα του κρατά τα σναπς για να τα προσφέρει στον αδερφό της, στο καράβι, καταλήγοντας σε ένα αδικαιολόγητο fade out είναι για να κλαις. Κι εδώ είναι η κινέζικη παράδοση που στέκει μακρά από ηθικολογίες της δυτικής δραματουργίας. Ο άνδρας στέκει τόση ώρα με τα δύο μπουκάλια μπρος στον σκληρόκαρδο κουνιάδο του, όση χρειάζεται ο θεατής για να ξανασκεφθεί μήπως δεν είναι αυτός που έχει το δίκιο με το μέρος του, αλλά ο αδελφός της συζύγου του. Στην κινέζικη δραματουργία δεν υπάρχει δίκιο ή άδικο, αλλά οι δυνάμεις. Κι οι δυνάμεις τιμωρούν, κι όποιος πάσχει, δεν πάσχει άδικα. Ένας Κινέζος θεατής δεν θα στεκόταν με συμπόνοια μπρος στον γαμπρό με τα δύο μπουκάλια, αλλά θα έλεγε, «κάτι έκανε για να του φέρεται έτσι ο άλλος». Αυτό.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

O μαρμάγκαλος και νύχτες ροκ εν ρολ.

Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στο MOVIEWORLD.

Κάθομαι να γράψω για Σινεμά, Τέχνη, καλότεχνος, σπουδαγμένος, με καταβολές επαρχιώτικες. Μεγάλωσα με τον φόβο του «θα σε φάει η μαρμάγκα», στο χωριό λέγαμε, «ο μαρμάγκαλος». Γνήσιο τέκνο των φτηνών ταινιών με τεράστια ερπετά με έντομα που τρων ανθρώπους, ως και mainstream καταστάσεις σε πρωτοκλασάτες ταινίες, ο Κινγκ Κονγκ εναντίον της μαρμάγκας και του μαρμάγκαλου κι ολοκλήρου του σογιού του μαρμάγκαλου. Κι εκεί που ασχολούμαι με το Σινεμά καθαρά για λόγους παιδικών φόβων, και δεν είναι τυχαίο που φανατίστηκα με εξορκιστές, διαβολάκια, και aliens, ξαφνικά ξορκίζω την ταξικοπολιτική μου νεότητα και ξεκαρφώνομαι γράφοντας πολιτικά και διαλεκτικά, και ίσως χαζοδιανοουμενίστικα. Ο κύριος που είχε το Άβα με κόβει. «Καριόλη, ο μεγάλος μαρμάγκαλος σε περιμένει», ψυθιρίζει, και στο δωμάτιό μου μπαίνει το τέρας.
-Τι, τι, συμβαίνει, ψελίζω.
-Μφχερμμ.
-Είμαι ο Νίκος, συστήνομαι στο τέρας.

-Γφδρμν.
Γαμώ την πουτάνα μου, ο κύριος μαρμάγκαλος δεν αστειεύεται. Φιλώ την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου, πιάνω στα χέρια μου το λαδάκι του Αγίου Ραφαήλ, και αρχίζω να παίρνω το ύφος του εξορκιστή Max Von Sydow, μέχρι να σκεφτώ πως κι αυτόν στον έφαγε η μαρμάγκα, και γενικά κανείς δεν γλίτωσε, ούτε στην Προφητεία, ούτε πουθενά.
Ούτε καν ο τρομερός Bugenhagen που έκανε ανασκαφές στην Παλαιστίνη.
Φτου.
Ο μαρμάγκαλος με έχει στριμώξει χωρίς οίκτο. Ο μπάρμπας που διηύθηνε το σινέ Άβα στην Καλλίπολη χαμογελά σαδιστικά.
-«Ώστε το ρίξαμε στο Σινεμά και ξεχάσαμε τα πάντα, ε;».
Σάστισα.
Παίρνω την αμυντική στάση που έμαθα στα μαθήματα Kung Fu την πόρτα, 6 Dan, νταρανταντράν, μερακλαντάν, και σκάει  μύτη ο Μπρους Λη, με λέει σε άψογα βορειοελλαδίτικα, «καριόλη, πήγες στο Κολοσσαίο με γκόμενα, και δεν ήθελα να σε κάμω ρεζίλη, την  έλεγες κουλτουριάρικες μαλακίες, ενώ ήθελες μια μονομαχία μαζί μου.»  Του απαντώ σε στάση φυλάξεως, κάτι μεταξύ Shaolin και θεατρικής ξιφασκίας. «Πανούργε, μιλάς για το Amphitheatrum Novum ή Amphitheatrum Flavium». «Άσε τις πούτσες και τα ντεμέκ,» μου απαντά, που επειδή έπαιξε έναν Οιδίποδα εκεί ο Βαλτινός, μας παριστάνεις τον φιλότεχνο. 
Πήγες να μυρίσεις αίμα μονομάχων και θηρίων. Σου θυμίζει κάτι, ε;»
Γιγαντιαίες μαρμάγκες με περικύλωσαν.
Έκλεισα τα μάτια και προσευχήθηκα να μην πεθάνω σαν θεατής του κινηματογράφου Άβα.
Ένα A+ μεταλλικών χορδών ακουστικής αντίχησε και έκανε τα ερπετά να γυρίσουν έκπληκτα.
«Hello, man, i am Dave Dudley.”

O ήρωας των μετακαλλιτεχνικών μου χρόνων ήταν εκεί, παρών, με μια κιθάρα, έτοιμος να κατατροπώσει τον Μπρους Λη, τους μαρμάγκαλους, και να καταπιεί, αν χρειαζόταν το αμφιθέατρο.
Στη διαφήμιση με τον Νεοϋορκέζο μεθοδίστα, πριν βγουν τα λιοντάρια, λέγεται πως αν δεν ξεπεράσεις τους φόβους σου μένεις για πάντα στην αφάνεια.
Χεστήκαμε, λέω μέσα μου, πάμε Dave.
Six days on the road.
Για κάποιους λόγους τη ζωή μας έσωσε, μεταξύ φεσιού και Τέχνης, το φορτηγατζήδικο Ροκ Εν Ρολ.
Μαρμάγκαλε, give me another cup of coffee, κι αν δεν συμβιβάζεσαι, έλα για darts, να σε σκίσω.
Καλλίπολη, Δελφοί, Άβα, και Αρμονία.

Οι εφιάλτες μας θεραπεύονται, ρε.

白日焰火.

Είδα τελικά την τρομερή ταινία Black Coal, Thin Ice, που πήρε τη χρυσή άρκτο της Berlinale φέτος. Κι αλήθεια πολύ το φχαριστήθηκα, πρώτον, διότι είχα να πάω σινεμά απ’ τον καιρό του Νώε, δεύτερον, επειδή δεν το είδα μεταγλωττισμένο, τρίτον, επειδή πήγα πάλι στο μικρό αμβουργέζικο σινεμά της Sternschanze, και στην τελική, επειδή είδα ένα από τα καλύτερα θρίλερ στην Ιστορία του Κινηματογράφου. Μια σκηνοθεσία με ειρωνικές στιγμές, με παιχνίδια, με αίσθηση του σασπένς όπως ο Ντε Πάλμα στα καλά του, με feeling στην αποδόμηση της «σοβαρής» ατμόσφαιρας, με αγάπη και σωστή διδασκαλία στους ηθοποιούς, με λίγα λόγια, φτου του-φτου του. Η ταινία διαδραματίζεται στη Βόρεια Κίνα, εκεί που ελάχιστες διαφορές θα βρεις από τη Σιβηρία, με φόντο φτωχά σπίτια, παλιά αυτοκίνητα, χαζά μηχανάκια, πρόχειρα εστιατόρια, δηλαδή η επαρχία της Κίνας όπως τη γνώρισα, όπως με «τρόμαξε», όπως με «εκνεύρισε», κι όπως με αγκάλιασε και την αγάπησα. Ο ήρωας της ιστορίας είναι ο κλασικός μπάτσος με το κοφτερό μυαλό και τα μεγάλα πάθη, τις πληγές στην ιδιωτική του ζωή, και τη ροπή προς το αλκοόλ. Συνταγή που πιάνει. 
Ένα ξωτικό, ένα alien ανάμεσα στους καλοσιδερωμένους, καλοχτενισμένους, και ορθόδοξους γραφειοκράτες αστυνομικούς της υπηρεσίας του –ακόμα και ο καλύτερός του φίλος που πεθαίνει, είναι καφές machiato, δηλ. κορρέκτ με μια σταλαγματιά «ανορθοδοξίας». Με τα σίγουρα, λοιπόν, ο πανέξυπνος σκηνοθέτης 刁亦男, που, λέει, έγραφε το σενάριο επί οχτώ χρόνια –σίγουρα θα έκανε κι άλλες δουλειές για να βρει τα λεφτά της ταινίας, δεν θα καθόταν στο γραφείο του 8 χρόνια να το γράφει- τα έβαλε όλα μέσα κι έκανε μια υπέροχη κινέζικη μαλατάνα. Η μαλατάνα είναι ένα τσουκάλι σαν hot pot, που μπορείς να βάλεις ό,τι γουστάρεις, από λαχανικά, -κυρίως-, noodles, κρεατικά, αλλαντικά βασικά, θαλασσινά, να ρίξεις την άμμο της θάλασσας σε καρυκεύματα, και φυσικά, να το φλομώσεις στο μπούκοβο με σπορέλαιο. Ξύδι, κανέλα, κι είσαι έτοιμος. Αυτή η ταινία-μαλατάνα, λοιπόν, έχει, όπως είπα, αλκοολικό πρώην μπάτσο πανέξυπνο αλλά τραυματισμένο ψυχικά και σωματικά, έχει τον καλό της παρέας να πεθαίνει σχετικά νωρίς, έχει μοιραία γυναίκα που την ερωτεύεται ο ήρωας, γυναίκα θύμα και θύτης, μυστηριώδης, αδύναμη και συνάμα διαβολική, πειρασμός και τραγωδία, του στιλ «αφήστε με στη μοίρα μου, είμαι ήδη χαμένη, δεν θέλω προστασία» και σε τραβά επειδή από μακριά μυρίζει έγκλημα. Υπάρχει η πιο, ίσως γοητευτική μορφή και εξωκοσμικά μυστηριώδης, ο συνεργάτης της μοιραίας στο καθαριστήριο που διαθέτει –τρομερό σκηνικό φόντο αυτό το άθλιο κινέζικο καθαριστήριο. Παραπάνω δεν σας λέω, όσοι δεν την είδατε, τρέξτε, πληρώστε να τη δείτε. Σήμερα, πάντως, θα ξαναμαγειρέψω μαλατάνα.

ΥΓ, στη σκηνή του σεξ πάνω στη ρόδα του λούνα παρκ, λες, «Παιδιά, ήσυχα, πολύ τρίζει». Και μόνο που ο μάγκας είχε στύση σε τόσα μέτρα ύψος με αλυσίδες που τρίζουν και ποιός ξέρει τι κινέζικη ασφάλεια έχουν, αξίζει ως ήρωας αστυνομικού. Ξεπερνά σε γενναιότητα και τον Max von Sydow ως εξορκιστή.